-
1 китаянка
-
2 китаянка
китаянкаж ἡ Κινέζα. -
3 китаянка
[κιταγιάνκα] ουσ. θ. Κινέζα -
4 китаянка
[κιταγιάνκα] ουσ θ Κινέζα
См. также в других словарях:
Κινέζος — ο, θηλ. Κινέζα ο κάτοικος τής Κίνας ή αυτός που κατάγεται από την Κίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κίνα + κατάλ. έζος (< ιταλ. ese), πρβλ. Μαλτ έζος, Ολλανδ έζος). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δημοσθένη Τσιβανόπουλο] … Dictionary of Greek
Κινεζοπούλα — η νεαρή Κινέζα … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μετάξης (Σουφλίου) — Το μοναδικό στην Ελλάδα και ένα από τα ελάχιστα τουείδους του στον κόσμο λειτουργεί στο αρχοντικό της οικογένειας του συγγραφέα και πολιτικού Κωνσταντίνου Κουρτίδη στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 73 στο Σουφλί, που κτίστηκε το 1833 από ντόπιους… … Dictionary of Greek
Ρικιέ, Ζερμέν — (Richier, 1904 – 1959). Γαλλίδα γλύπτρια. Το 1952 τιμήθηκε με το βραβείο γλυπτικής της «Μπιενάλε» του Σάο Πάουλο. Σημαντικότερο έργο της θεωρείται ο Χριστός που προκάλεσε έντονες συζητήσεις ανάμεσα στους οπαδούς και τους αντίπαλους της απόλυτης… … Dictionary of Greek